θερμοκαυτήρας

θερμοκαυτήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο мед. каутер, прижигатель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θερμοκαυτήρας" в других словарях:

  • θερμοκαυτήρας — ο ειδική συσκευή που χρησιμοποιούν οι γιατροί για καυτηριάσεις: Ηλεκτρικός θερμοκαυτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμοκαυτήρας — ο ιατρ. εργαλείο για καυτηριάσεις, με ακίδα από λευκόχρυσο, που λευκοπυρώνεται και διατηρείται σε υψηλή θερμοκρασία με τη διοχέτευση ρεύματος αέρα με ατμούς καυσίμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermocautere < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) …   Dictionary of Greek

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»